Ο
χρόνος κυνηγά την ουρά του και δείχνει τα νύχια, όταν πας
να του αποσπάσεις κάτι από την περιουσία του. Όταν από τα
παλιά ράφια ζητάς να κατεβάσεις εκείνα τα πολύτιμα τίποτα,
τα ξύλινα, τα τσίγκινα, τα πάνινα χρωματιστά παιχνίδια που
ήταν δικά σου και που ξανά, για μιά στιγμή, τα διεκδικείς.
Εκτροχιάζονται οι μικροί συρμοί κι ένα αθέατο πιάνο αναλαμβάνει
για σένα το ταξίδι. Οι χώρες που περνάς φαίνονται απέραντες
μέσα από τις νερόφουσκες και τις γυάλινες μπίλιες ... Περιστρέφεται
γύρω φανταχτερός ο κόσμος κι η σβούρα δείχνει πάντα το βορρά,
των παιδικών χρόνων εκείνο το απόρθητο κάστρο, που ακόμη σου
προσφέρει καταφυγή. Οι μολυβένιοι στρατιώτες ολόφρεσκοι αναπτύσσονται
σε νέους σχηματισμούς. Η μάχη της φαντασίας πότε ξεκίνησε;
Μα ποτέ δεν θα τελειώσει.
Ο άλλοτε στρατηγός Βελισσάριος τώρα με φωτογραφική μηχανή
πυροβολεί και ανάβουν νέες εικόνες ... Τα πράγματα γύρω ακολουθούν,
μετατοπίζονται, βγαίνουν από τα κουτιά τους, ισορροπούν σε
τεντωμένο σχοινί όπως η επιθυμία επάνω στο διπλό ποδήλατο
των ερώτων. Ποιός μιλάει ; Τι έπεσε ; Μ' ένα άλλο κλικ και
ξανά γίνεται ο άνθρωπος από βαρύς λογιστής ανάλαφρος παίχτης.
Το παιχνίδι ξετυλίγει παντού τη σερπαντίνα του, κι η ζωή,
αν πραγματικά το θελήσουμε, του υπακούει.
Ιουλίτα
Ηλιοπούλου
|