|
|
"Μια
πρώτη καταγραφή του κόσμου των τσιγγάνων από ανθρώπους που
μέχρι πριν από λίγο μόνο φωτογραφίζονταν". Ήταν η τελευταία
πρόταση στο περσινό κείμενο του καταλόγου που συνόδευε την
έκθεση. Μια πρωτιά που καταγράφηκε με μια έκθεση 80 φωτογραφιών.
Ένα όριο που πέρασαν οι τσιγγάνοι βγαίνοντας μέσα από τις
φωτογραφίες που μέχρι τώρα βλέπαμε, παίρνοντας στα χέρια τους
τις φωτογραφικές μηχανές. Η αποκάλυψη ενός κόσμου που μέχρι
πριν από λίγο παρέμενε αθέατος από τις ματιές των φωτογράφων.
Όταν δέχτηκα να κάνων μαθήματα για το πρόγραμμα του Υπουργείου
Πολιτισμού την πρώτη χρονιά, δεν ήξερα τι θα συναντούσα. Η
εμπειρία από αυτή την πρόκληση ήταν πραγματικά ανεπανάληπτη.
Πιστεύω ότι και τα παιδιά από τη δική τους μεριά έζησαν μια
πρωτόγνωρη εμπειρία. Είδαν το χώρο που τους περιβάλλει με
μια διαφορετική ματιά. Τα συναισθήματά τους βρήκαν διέξοδο
και εκφράστηκαν μέσα από τις φωτογραφίες τους. Ο χώρος του
εργαστηρίου έγινε το δεύτερο σπίτι τους. Η σχέση που δημιουργήθηκε
στις 360 ώρες στο διάστημα των έξι μηνών που διαρκεί ο κύκλος
των μαθημάτων ήταν έντονη.
Γρήγορα μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη φωτογραφική μηχανή και
φωτογραφίζουν ενστικτωδώς τα πάντα γύρω τους. Παρασυρόμενος
από τον πλουραλισμό των εικόνων τους παρατηρώ τις ματιές τους
χωρίς να προσπαθώ να εφαρμόσω κανόνες ή να τους κατευθύνω.
Ο κύκλος των μαθημάτων αφιερώνεται στην εκμάθηση των βασικών
τεχνικών της φωτογραφίας, στην εμφάνιση ασπρόμαυρων αρνητικών
και εκτύπωση φωτογραφιών στο σκοτεινό θάλαμο του εργαστηρίου.
Σκέψεις, συναισθήματα και καθημερινές καταστάσεις βρίσκουν
σιγά-σιγά διέξοδο και αποκτούν βαρύτητα στις φωτογραφίες τους.
Το φως και το σκοτάδι, η σκληρότητα που συνυπάρχει με την
τρυφερότητα δημιουργούν αντιφατικές συγκινήσεις και μ' αυτό
τον τρόπο οι φωτογραφίες τους μας παρασύρουν σε μια διαφορετική
περιπλάνηση ερωτημάτων και στοχασμού.
Στέλιος
Ευσταθόπουλος
|
|
Ο
κόσμος των τσιγγάνων ήταν και είναι ένα κατεξοχήν ελκυστικό
θέμα για τους φωτογράφους. Περιστασιακάή συστηματικά, επιπόλαια
ή με σοβαρότητα, με ή χωρίς ανθρωπιστικό ενδιαφέρον, ιδεολογικούς
και κοινωνικούς προβληματισμούς, μέσα από διάφορα κίνητρα και
επιδιωκόμενες μορφές ανταμοιβής, οι φωτογράφοι επελαύνουν σε
καταυλισμούς και οικισμούς, για να επιστρέψουν αμέσως στο δικό
τους "φυσιολογικό" κόσμο, όπου και θα επιδειχθούν
και θα καταναλωθούν τα φωτογραφικά τους τρόπαια.
Τις διαπιστώσεις αυτές τις είχα από πολλά χρόνια συνειδητοποιήσει
και επεξεργαστεί στο πλαίσιο της θεωρίας και κριτικής της φωτογραφίας
όπου και εξετάζονταιι οι ιδεολογικοί και πολιτισμικοί μηχανισμοί
του φωτογραφικού εγχειρήματος. Τι θα συμβεί λοιπόν, αν οι τσιγγάνοι
βρεθούν απ' την άλλη μεριά της φωτογραφικής μηχανής; Εάν εμείς
οι μη τσιγγάνοι μετατραπούμε σε μια ενδιαφέρουσα γραφικότητα
για τον τσιγάνο φωτογράφο; Πώς ο ίδιος θα εικονογραφήσει το
δικό του κόσμο; Θα υιοθετήσει άραγε το δικό μας βλέμμα ή θα
αρθρώσει ένα πιο δικό του, διαφορετικό; Και τέλος, τι επιδράσεις
θα επιφέρει στους ίδιους τους τσιγγάνους η χρήση ενός τέτοιου
συστήματος αξιολόγησης και επιλεκτικής απεικόνισης της πραγματικότητας,
δηλαδή, ενός σύγχρονου και πανίσχυρου μέσου εξουσίας;
Στο πλαίδιο της πολιτικής για τη φωτογραφία που τα τελευταία
χρόνια αναπτύσει το Υπουργείο Πολιτισμού και σε συνδυασμό με
την πολιτική για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των Ελλήνων
τσιγγάνων, μας δόθηκε η ευκαιρία και η δυνατότητα να οργανώσουμε
το πρώτο στη χώρα μας, πιθανότατα και διεθνώς, εργαστήριο φωτογραφίας
για νέους τσιγγάνους.
Η εμπειρία που ήδη κατακτήθηκε είναι και πολύτιμη και μοναδική.
Το φωτογραφικό αποτέλεσμα εντυπωσιακό και η ικανοποίηση όλων
μας μεγάλη. Τα θεωρητικά ερωτήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνω
αρχίζουν να αφορούν υπαρκτές πλέον εξελίξεις και το ιδεολογικό
τους υπόβαθρο να μεταφράζεται ήδη σε βιώματα, σε πράξεις, σε
νέες ανθρώπινες σχέσεις. Το πρωτόγνωρο αυτό εγχείρημα είναι
γεγονός. Η εξέλιξή του είναι μια πρόκληση συναρπαστική και γιατί
όχι θα τολμούσα να πω κοινωνικά και πολιτισμικά επαναστατική.
Νίκος
Παναγιωτόπουλος
|