Η
πολύχρονη εργασία σε καθημερινή εφημερίδα είναι μεγάλο σχολείο,
ιδιαίτερα στο Παλέρμο, όπου μπορεί από τη μια στη στιγμή στην
άλλη να δεις να πέφτει θύμα δολοφονίας κάποιο γνωστό σου πρόσωπο,
ένας αστυνομικός, δημοσιογράφος ή δικαστικός. Αποφασίσαμε,
λοιπόν, κάποια στιγμή να πάψουμε να είμαστε παθητικοί θεατές
αυτού του μακελειού : είχαμε στη διάθεσή μας ένα όργανο που
θα μπορούσε να αποδειχθεί χρήσιμο για την πληροφόρηση του
κόσμου και την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου συμβάλλοντας
στη διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης. Εκείνη την εποχή ήταν
αδιανόητο ακόμη και να προφέρει κανείς τη λέξη μαφία δημοσίως.
Επικρατούσε κλίμα τρόμου. Ξεκινήσαμε να διοργανώνουμε φωτογραφικές
εκθέσεις για να καταγγείλουμε τη μαφία και να αποκαλύψουμε
το αληθινό της πρόσωπο. Αν επιχειρούσαμε το ίδιο πράγμα μέσα
από μια καθημερινή εφημερίδα το αποτέλεσμα θα ήταν επιφανειακό,
εφήμερο και περιστασιακό, ενώ μια έκθεση, με όλες τις φωτογραφίες
συγκεντρωμένες μαζί σε δημόσιο χώρο, έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει
με τρόπο άμεσο το μέγεθος της τραγωδίας και τις ευθύνες που
κρύβονται πίσω από αυτήν. Θυμάμαι την πρώτη έκθεση: παρουσιάστηκε
σε σχολεία, χωριά και πλατείες πόλεων. Ο κόσμος φοβόταν να
πλησιάσει να δει τις φωτογραφίες από κοντά...
Συνεργάστηκα επίσης με τον ξένο τύπο, Αμερικανικό, Αγγλικό,
Γαλλικό, Ιαπωνικό... Ως ανταποκριτής στη Σικελία.
Το 1985 η Letizia Battaglia υποβάλλει το πορτφόλιό της για
το βραβείο Eugene Smith και το κερδίζει - επρόκειτο για μια
σημαντική αναγνώριση σε διεθνές επίπεδο, γεγονός που μας ενθάρρυνε
να συνεχίσουμε την προσπάθειά μας.
Το 1988 επιστρατεύτηκα από το πρακτορείο Magnum.
Η συνεργασία μου με το Magnum ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία
γιατί αναγκάστηκα να φύγω από τη Σικελία και να εργαστώ ως
φωτογράφος για λογαριασμό μεγάλων περιοδικών, αντιμετωπίζοντας
προβλήματα που συναντούσα για πρώτη φορά. Είχα, ωστόσο, προβλήματα
συνεννόησης με το Magnum, δεν ήθελα να απολέσω το πάθος μου
για τη φωτογραφία. Έτσι, μετά από τρία χρόνια, διέκοψα τη
συνεργασία μου.
Εργαζόμενος για το Magnum άρχισα να ταξιδεύω στις χώρες του
Ανατολικού μπλοκ. Ήταν πριν από την πτώση του Τείχους και
μπορούσε κανείς να απαθανατίσει εικόνες που θύμιζαν τον δυτικό
νεορεαλισμό της δεκαετίας του '50. Παρακολουθούσα με μεγάλο
ενδιαφέρον, στην άλλη άκρη της Ευρώπης, ανθρώπους που ζούσαν
μια διαφορετική καθημερινότητα, με διαφορετικά προβλήματα.
Ταξίδεψα στην Πολωνία, τη Λιθουανία, την Εσθονία, τη Ρουμανία,
την Τσεχοσλοβακία, τη Βουλγαρία, τη Γεωργία... Με ενδιέφερε
κυρίως η πολιτιστική, καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική
ζωή αυτών των χωρών.
Το 1990, ασχολήθηκα τέσσερις μήνες με τις επιπτώσεις της μόλυνσης
στην υγεία των κατοίκων της Σιλεσίας (στη νοτιοδυτική Πολωνία)
που είναι η πιο μολυσμένη περιοχή της Ευρώπης. Ένιωθα την
ανάγκη να δείξω σε μεγαλύτερο βάθος τα κοινωνικά προβλήματα
που σχετίζονται με την παραγωγή. Η δουλειά αυτή μου έδωσε
επίσης την ευκαιρία να παρουσιάσω τα αποτελέσματα των ερευνών
μου στο Πανεπιστήμιο της Katowice, διοργανώνοντας μια έκθεση
που εξακολουθεί σήμερα να βρίσκεται υπό τη διαχείριση του
Πανεπιστημίου. Την έκθεση συμπλήρωσα με μια γραπτή δημοσιογραφική
έρευνα την οποία ενέκρινε το Πανεπιστήμιο πριν τα εγκαίνια
της έκθεσης.
Μετά την κατάρρευση των σοβιετικών καθεστώτων, η Ανατολή έγινε
το μεγάλο θέμα των φωτορεπόρτερ. Τα γεγονότα με είχαν ξεπεράσει,
ενώ οι εφημερίδες και τα περιοδικά είχαν κορεστεί από εύκολες
και στερεότυπες φωτογραφίες.
Το 1991 αποφάσισα να εγκατασταθώ στο Παρίσι. Η δουλειά μου,
με την οποία κατήγγειλα τη Μαφία, δεν είχε ζήτηση όπως παλιότερα:
είχε ήδη συντελεστεί η αφύπνιση σε συλλογικό επίπεδο στο θέμα
της Μαφίας, ενώ τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κάλυπταν πλέον
επαρκώς το θέμα. Η ζωή μου και η εργασία μου ως φωτογράφου
στο Παλέρμο δε με ικανοποιούσε, ενώ ο κίνδυνος που θα διέτρεχα
ήταν πια άνευ λόγου. Ήμουν φωτογράφος πριν να γίνω ο φωτογράφος
της Μαφίας και ένιωθα το δημιουργικό μου πνεύμα να έχει εγκλωβιστεί
σ' αυτή την ταμπέλα. Εγκατέλειψα λοιπόν μια προνομιούχο επαγγελματική
θέση (είχα γίνει διεθνώς γνωστός με τη δουλειά μου για τη
Μαφία) και ρίχτηκα σε μια αγορά προβληματική λόγω της οικονομικής
κρίσης και στην οποία δεν ήμουν καθόλου σίγουρος ότι θα έβρισκα
τη θέση μου.
|